- αλιβρώς
- ἁλιβρώς, -ῶτος (ο, η) και ἁλίβρωτος, -ον (Α)αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη θάλασσα («ἁλίβρωτοι πέτραι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: ἁλιβρώς) και θεματικό (δευτερόκλιτο: ἁλίβρωτοςπρβλ. και ἀγνώς-ἄγνωστος) < ἁλι-* (< ἅλς) + βρωτὸς < βιβρώσκω «τρώγω»].
Dictionary of Greek. 2013.